κεραΐτης

κεραΐτης
κεραΐτης [ῑ], ου, , = Lat.
A cornicularius, Lyd.Mag.3.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεραΐτης — κεραΐτης, ὁ (Α) [κέρας] στρατιώτης που πήρε τιμητική διάκριση …   Dictionary of Greek

  • κεραίτης — cornicularius masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραῖται — κεραίτης cornicularius masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραίτην — κεραίτης cornicularius masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”